- τηλεβολώ
- -έω, Μ [τηλεβόλος](το παθ.) τηλεβολοῡμαι, -έομαι- ρίπτομαι, εκτοξεύομαι από μακρινή απόσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεβόλῳ — τηλεβόλος striking from afar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek